Πότε θεωρείται η μεμονωμένη πράξη επιχειρηματική συναλλαγή

Η Φορολόγηση των Φυσικών Προσώπων σαν επιχειρηματιών μπορεί να προέλθει και από πράξεις που θεωρούνται «επιχειρηματικές συναλλαγές», αν και αυτές διεξάγονται περιστασιακά και οι ίδιοι δε διαθέτουν την ιδιότητα του επιχειρηματία. Και αυτό συναντάται συχνά, ιδίως, σε περιπτώσεις περιουσιακών στοιχείων που περιέρχονται στην κατοχή των Φυσικών Προσώπων λόγω κληρονομιάς και πωλούνται σε σύντομο χρονικό διάστημα για διάφορους λόγους. Θα ήταν χρήσιμο, λοιπόν, να αναλύσουμε τις σχετικές Φορολογικές Διατάξεις που διέπουν τις πωλήσεις αυτές, αφού μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να προκύψουν απρόσμενα κέρδη και να φορολογηθούν, ενώ, γενικώς, τα κέρδη αυτά για τα Φυσικά Πρόσωπα απαλλάσσονται της Φορολογίας.

Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των σχετικών Φορολογικών Διατάξεων για τις προαναφερόμενες μεταβιβάσεις, θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι η φορολόγηση του κέρδους από την πράξη πώλησης ενός περιουσιακού στοιχείου συναρτάται με το χαρακτηρισμό της σαν «επιχειρηματικής συναλλαγής».

Σύμφωνα με τις Διατάξεις της παρ. παρ.3, του άρθρου 21, του Ν.4172/13, ορίζεται ότι «… ως «επιχειρηματική συναλλαγή» θεωρείται κάθε μεμονωμένη πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους. Κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική διενέργεια πράξεων. … Δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα, η πράξη πώλησης περιουσιακού στοιχείου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει αποκτηθεί αιτία κληρονομιάς ή με χαριστική αιτία από συγγενείς μέχρι δεύτερου βαθμού ή έχει διακρατηθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών».

Στην παρ.8, της Εγκυκλίου 2031/26.04.2023, διευκρινίζεται ότι «…δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 3 η πράξη πώλησης από φυσικό πρόσωπο περιουσιακού στοιχείου το οποίο έχει αποκτηθεί αιτία κληρονομιάς ή με χαριστική αιτία από συγγενείς μέχρι δεύτερου βαθμού ή έχει διακρατηθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών. Συνεπώς, δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της υπόψη διάταξης η πράξη πώλησης περιουσιακού στοιχείου το οποίο έχει αποκτηθεί με χαριστική αιτία από συγγενείς τρίτου και επόμενων βαθμών». 

Βάσει της παρ.1, του άρθρου 29, του Ν.2961/01, οι δικαιούχοι της κτήσης, ανάλογα με τη συγγενική τους σχέση προς τον κληρονομούμενο, κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες Α΄, Β΄ και Γ΄. «Στην Α΄ κατηγορία υπάγονται: α) ο σύζυγος του κληρονομουμένου, β) το πρόσωπο το οποίο είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τον κληρονομούμενο … εφόσον η συμβίωση είχε διάρκεια τουλάχιστον δύο ετών, γ) οι κατιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα από νόμιμο γάμο, τέκνα χωρίς γάμο έναντι της μητέρας, αναγνωρισθέντα εκούσια ή δικαστικά έναντι του πατέρα, νομιμοποιηθέντα με επιγενόμενο γάμο ή δικαστικά έναντι και των δύο γονέων), δ) οι κατιόντες εξ αίματος δεύτερου βαθμού και ε) οι ανιόντες εξ αίματος πρώτου βαθμού». 

Σύμφωνα με την ίδια διάταξη «Στη Β΄ κατηγορία υπάγονται: α) οι κατιόντες εξ αίματος τρίτου και επόμενων βαθμών, β) οι ανιόντες εξ αίματος δεύτερου και επόμενων βαθμών, γ) τα εκούσια ή δικαστικά αναγνωρισθέντα τέκνα έναντι των ανιόντων του πατέρα που τα αναγνώρισε, δ) οι κατιόντες του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων αυτού, ε) οι αδελφοί (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς), στ) οι συγγενείς εξ αίματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, ζ) οι πατριοί και οι μητριές, η) τα τέκνα από προηγούμενο γάμο του συζύγου, θ) τα τέκνα εξ αγχιστείας (γαμπροί – νύφες) και ι) οι ανιόντες εξ αγχιστείας (πεθεροί – πεθερές). Στη Γ΄ κατηγορία υπάγεται οποιοσδήποτε άλλος εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγενής του κληρονομουμένου ή εξωτικός».

Συνεπώς, για τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα δε λαμβάνονται υπόψη οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων τα οποία έχουν αποκτηθεί μέσω κληρονομιάς ή με χαριστική αιτία από συγγενείς που ανήκουν στην Α΄ και Β΄ Κατηγορία. Εδώ εφιστούμε την προσοχή των ενδιαφερομένων, αφού η διατύπωση της σχετικής Διάταξης του Νόμου αφήνει περιθώρια παρερμηνειών κατά την εφαρμογή της. Τέλος, σημειώνουμε, ότι βάσει της Εγκυκλίου 2031/26.04.2023 «Ο «σκοπός της επίτευξης κέρδους», ως ζήτημα πραγματικό, ανάγεται στην εξελεγκτική εξουσία του Προϊσταμένου της αρμόδιας Ελεγκτικής Αρχής. Κάθε υπόθεση θα πρέπει να εξετάζεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά, η ύπαρξη δε του σκοπού επίτευξης κέρδους θα πρέπει να συνάγεται επαρκώς από τις εκάστοτε συνθήκες υπό τις οποίες οι πράξεις πραγματοποιούνται, καθώς το βάρος της απόδειξης φέρει, καταρχήν, η Φορολογική Αρχή…».

Δείτε το σχετικό δημοσίευμα εδώ.

LinkedIn
Facebook
WhatsApp
Email
Twitter
Print
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
error: Content is protected !!
Scroll to Top